- παλιντριβής
- παλιντριβήςrubbed again and againmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλιντριβής — παλιντριβής, ές (Α) 1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα 2. πανούργος, δόλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής] … Dictionary of Greek
παλιντριβῆ — παλιντριβής rubbed again and again neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παλιντριβής rubbed again and again masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παλιντριβής rubbed again and again masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντριβεῖ — παλιντριβής rubbed again and again masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παλιντριβής rubbed again and again masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιντριβέος — παλιντριβής rubbed again and again masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παλίντριψ — παλίντριψ, ιβος, ὁ, ἡ (Α) παλιντριβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό τριψ] … Dictionary of Greek